- φιλοτέχνηση
- η / φιλοτέχνησις, -ήσεως, ΝΜΑ [φιλοτεχνῶ]η ενέργεια τού φιλοτεχνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοτεχνήσῃ — φιλοτεχνέω love art aor subj mid 2nd sg φιλοτεχνέω love art aor subj act 3rd sg φιλοτεχνέω love art fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφλαστο — Έτσι ονομαζόταν το πάνω άκρο της πρύμνης των αρχαίων καραβιών. Κατασκευασμένο από λεπτές σανίδες, καμπυλωμένες προς τα πάνω και προς το εσωτερικό του καραβιού, χρησίμευε για να προφυλάξει τον κυβερνήτη του από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Η… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
καβαλέτο — το 1. ξύλινο συνήθως στήριγμα, ρυθμιζόμενου ύψους, πάνω στο οποίο τοποθετούνται οι ζωγραφικοί πίνακες κατά τη φιλοτέχνησή τους ή στις εκθέσεις ζωγραφικής, ο ακρίβας 2. τεχνολ. ικρίωμα ή κατασκευή που χρησιμεύει για τη στήριξη αντικειμένων προς… … Dictionary of Greek
τορεία — ἡ, Α [τορεύω] η τέχνη τού τορεύω, η φιλοτέχνηση αναγλύφου σε μέταλλο ή σε ξύλο … Dictionary of Greek
χαρακτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο 2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτική α) η τέχνη τού χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή… … Dictionary of Greek
ψηφιδογράφος — ο, η, Ν καλλιτέχνης ειδικός στην φιλοτέχνηση ψηφιδωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + γράφος*] … Dictionary of Greek
ψηφιδογραφία — η, Ν η φιλοτέχνηση ψηφιδωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίδα + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Γ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek
Αλκαμένης — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκοπλάστης, από τους πιο φημισμένους μαθητές του Φειδία. Είναι άγνωστος ο τόπος και ο χρόνος της γέννησης και του θανάτου του. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρέπει να ήταν γιος Αθηναίου κληρούχου από τη Λήμνο. Η… … Dictionary of Greek
Βαν ντε Βέλντε — (Van de Velde). Επώνυμο οικογένειας ζωγράφων που μετανάστευσαν από την Αμβέρσα του Βελγίου στην Ολλανδία. 1. Αντριάν (Adriaen, 1636 1672). Γιος του Βίλεμ Β.ν.Β. του πρεσβύτερου και αδελφός του νεότερου. Ήταν ζωγράφος τοπογραφιών και επέδειξε… … Dictionary of Greek